πέναλτι κ. μπέναλτι, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. penalty (= τιμωρία)], (στην ποδοσφαιρική γλώσσα) η εσχάτη των ποινών, που επιβάλλεται από το διαιτητή σε βάρος της αμυνόμενης ομάδας, όταν ποδοσφαιριστής της ενεργήσει αντικανονικά μέσα στη μεγάλη της περιοχή σε βάρος παίχτη της επιτιθέμενης ομάδας (αν τον ανατρέψει) ή πιάσει με το χέρι του την μπάλα. Στην περίπτωση αυτή, κάποιος από τους παίχτες της επιτιθέμενης ομάδας στήνει την μπάλα σε απόσταση έντεκα βημάτων από την εστία της αμυνόμενης ομάδας και σουτάρει με μοναδικό αντίπαλο τον τερματοφύλακα, σουτ που σχεδόν πάντα καταλήγει σε γκολ. (Λαϊκό τραγούδι: η σύλληψη σαν ένταλμα μ’ ακολουθάει σαν σκιά και ο βραχνάς του έιτζ στο λαιμό μου σαν θηλιά, σαν φόβος του τερματοφύλακα, πριν απ’ το πέναλτι,σαν όπλο που με σημαδεύει απ’ απέναντι
- δίνω πέναλτι, (για διαιτητές) καταλογίζω πέναλτι σε βάρος κάποιου αμυνόμενου παίχτη: «λίγο πριν λήξει ο αγώνας, ο διαιτητής έδωσε πέναλτι σε βάρος της ομάδας μας και χάσαμε με 1-0»·
- είμαι στο πέναλτι, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, σε πολύ δύσκολη κατάσταση: «μ’ όλη αυτή την αναδουλειά που υπάρχει τον τελευταίο καιρό στην αγορά, είμαι συνέχεια στο πέναλτι». Από την εικόνα του τερματοφύλακα που υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει τη δυσχερέστατη φάση του πέναλτι·
- μ’ έχει στο πέναλτι, δεν διάκειται ευμενώς απέναντί μου: «απ’ τη μέρα που μ’ έπιασε ο διευθυντής μου να κάνω κοπάνα, μ’ έχει στο πέναλτι». Από την εικόνα του διαιτητή που με το παραμικρό δίνει πέναλτι σε βάρος κάποιου παίχτη·
- σφυρίζω πέναλτι, (για διαιτητές), βλ. φρ. δίνω πέναλτι.